- μεταρρυθμιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μεταρρύθμιση ή επιφέρει μεταρρύθμιση: Μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταρρυθμιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρρύθμιση ή αυτός που επιφέρει μεταρρυθμίσεις («μεταρρυθμιστικός νόμος»). επίρρ... μεταρρυθμιστικώς και ά με μεταρρυθμιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρυθμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη] … Dictionary of Greek
ανακαινιστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει ή ρέπει στην ανακαίνιση ή αυτός που τήν προκαλεί, μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, ριζοσπαστικός, νεωτεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φαβιανισμός — ο, Ν μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός τών φαβιανών, τής Φαβιανής Εταιρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fabianism < fabian (βλ. φαβιανός) + κατάλ. ism] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
φαβιανισμός — ο ο συντηρητικός μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)